6/10/17

Ο Nicolas Jaar στη Θεσσαλονίκη (Principal Club Theatre, 4/10)

Παρόλο που, περίπου από το 2011, ο Nicolas Jaar έχει κερδίσει όχι μόνο την εκτίμηση των πιο ψαγμένων ακροατών, αλλά και την αποδοχή ενός πολύ ευρύτερου κοινού, η δική μου σχέση με τη μουσική του βρίσκεται σχετικά στην αρχή της. Λίγο εξαιτίας της φήμης του σε ανθρώπους που αρέσκονται σε mainstream club hits, λίγο εξαιτίας της αποστασιοποίησης μου από τον minimal techno ήχο, τον οποίο ο Jaar ως ένα βαθμό εκπροσωπεί, κρατιόμουν μακριά από τη δουλειά του. Πριν 2-3 χρόνια είχα ακούσει το ωραιότατο project του Darkside, αλλά πραγματικά "κόλλησα" πέρσι, με το άλμπουμ Sirens, που μου άρεσε τόσο, ώστε το συμπεριέλαβα στο top-10 του 2016. Από τότε, άρχισα να προσεγγίζω τη μουσική αυτού του πολυδιάστατου, σύγχρονου, ανήσυχου καλλιτέχνη. 

Οπότε, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Nicolas Jaar θα εμφανιστεί ζωντανά στην Ελλάδα, σχεδόν ενθουσιάστηκα. Η συναυλία του στην Αθήνα συνέπεσε με υποχρεώσεις, αλλά κατάφερα να παρακολουθήσω εκείνη της Θεσσαλονίκης, 4 Οκτώβρη στο Principal. 


Οι εντυπώσεις από τη ζωντανή εμφάνιση του Χιλιανού/ Αμερικάνου καλλιτέχνη ήταν θετικότατες. Κατά τη διάρκεια του live πέρασα τόσο ωραία, ώστε υπέμεινα κάποια χτυπητά μειονεκτήματα:  τις κακές συνθήκες του χώρου -βλέπε υπερβολική ζέστη και κάπνα που έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική- αλλά και μία μερίδα του πολυπληθούς κοινού, η οποία κατά βάση δεν ήρθε για να ακούσει μουσική, αλλά για να παρευρεθεί στη ζωντανή εμφάνιση ενός ονόματος με έντονο hype, κουτσομπολεύοντας και απαιτώντας να "βαρέσει περισσότερο". 

Απολαμβάνοντας τον Nicolas Jaar ζωντανά, συνειδητοποίησα πιο ξεκάθαρα ότι η τέχνη του είναι πειραματική και περιπετειώδης, αρνούμενη να μπει σε κάθε είδους καλούπια. Στάθηκε μόνος του  απέναντι σε εκατοντάδες κόσμου, περιτριγυρισμένος από τα synths και τα μηχανήματά του και για δύο ώρες συνδύασε την αληθινά δημιουργική έκφραση με τον επαγγελματισμό. Παρουσίασε το καλλιτεχνικό του όραμα σε όλο του το συναισθηματικό βάθος, παραμένοντας ένας εγκεφαλικός "mixing engineer", όπως αποκαλείται στην επίσημη ιστοσελίδα του.


Σκοτεινές και χαμηλόφωνες ambient συνθέσεις, οι οποίες έφερναν στο νου Tangerine Dream και τις πιο ηλεκτρονικές στιγμές των Pink Floyd, εναλλάσσονταν με ξέφρενο και την ίδια στιγμή πειραματικό microhouse και minimal techno. Σε αυτό το πάντρεμα, ο Jaar φρόντιζε να εντάξει στοιχεία από krautrock, ειδικά όταν τραγούδησε τα κομμάτια The Governor και Three Sides of Nazareth του άλμπουμ Sirens, από free jazz, παίζοντας με επιτηδευμένο φάλτσο το σαξόφωνό του, και βέβαια deep house, καθώς σύσσωμο το κοινό σείονταν με τις επιτυχίες του A Time For Us, Space Is Only Noise και Mi Mujer. Φυσικά, όσο η ώρα περνούσε και το ταξίδι έφτανε στο τέλος του, ο Nicolas φρόντισε να μας ταρακουνήσει για τα καλά, ανεβάζοντας τον χορευτικό ρυθμό στο ζενίθ. 

Ωστόσο, προσωπική αγαπημένη στιγμή της συναυλίας ήταν το encore, όπου τραγούδησε το αριστουργηματικό No. Η απαραίτητη πολιτική - τολμώ να πω αριστερής απόχρωσης - πινελιά είχε προστεθεί, από έναν δημιουργό που επιμένει να δίνει κοινωνικοπολιτική κατεύθυνση στη μουσική του.

Κλείνοντας, είναι άδικο να μην γίνει αναφορά στον ικανοποιητικό ήχο του live και γενικά στην πολύ καλή διοργάνωση. 


Με αυτή τη συναυλία ο Nicolas Jaar επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά ότι είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της σύγχρονης ηλεκτρονικής σκηνής. Είμαι σίγουρος ότι στα επόμενα χρόνια μας επιφυλάσσει πολλές καλλιτεχνικές εκπλήξεις και έχω την προσδοκία ότι η μουσική του θα αποδειχθεί διαχρονικά σημαντική.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου